Ισχυρίζονται Συνώνυμα


Ισχυρίζονται Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διεκδικούν, επιβεβαιώνουν, δηλώνουν, χρεώνουν, κράτος, υποθέτω, απαγγελίας κατηγοριών εναντίον, κατηγορώ, καταλογίσει, ενοχοποιήσει, διατήρηση, αποδίδουν, ομολογούν, πρεσβεύουν, καταπολεμώ.
Ισχυρίζονται Συνώνυμο συνδέσεις: επιβεβαιώνουν, υποθέτω, απαγγελίας κατηγοριών εναντίον, καταλογίσει, ενοχοποιήσει, διατήρηση, αποδίδουν, ομολογούν, πρεσβεύουν, καταπολεμώ,