Θρυμματίζω Συνώνυμα


Θρυμματίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διαλυθεί, εκφυλίζονται, παλίνδρομη, παρακμή, χαθεί, κατάρρευση, αποσύνθεση, molder, αποσυντίθενται, διαλύσουν, σπάσει, στεγνωτήρια, μαραζώσει.
Θρυμματίζω Συνώνυμο συνδέσεις: παλίνδρομη, παρακμή, κατάρρευση, αποσυντίθενται, σπάσει, στεγνωτήρια,