Ερέθισμα Συνώνυμα


Ερέθισμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διεγερτικό, bracer, τονωτικό, οινοπνευματώδες ποτό, pick-me-up, άνω, πρόκληση, κίνητρο, ώθηση, έμπνευση, βουκέντρα.
Ερέθισμα Συνώνυμο συνδέσεις: τονωτικό, pick-me-up, άνω, πρόκληση, κίνητρο, ώθηση, έμπνευση, βουκέντρα,

Ερέθισμα Αντώνυμα