Ερέθισμα Αντώνυμα


Ερέθισμα Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κατευναστικό, ανασταλτικός παράγοντας, επιβραδυντικά, ντάουνερ.

Ερέθισμα Συνώνυμα