Ενικού Συνώνυμα


Ενικού Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • έκτακτη, αξιοσημείωτη, ασυνήθιστο, παράξενο, περίεργος, περίεργη, φανταστική, εμφανή, αισθητή, outré, παράταιρο.
  • μοναδική, ξεχωριστή, επιμέρους, απαράμιλλη, ενιαία, εξαιρετικές, διακριτικό, ιδιόρρυθμος, διακριτά.
Ενικού Συνώνυμο συνδέσεις: αξιοσημείωτη, ασυνήθιστο, παράξενο, περίεργος, εμφανή, αισθητή, outré, παράταιρο, απαράμιλλη, διακριτικό, διακριτά,

Ενικού Αντώνυμα