Δηλητήριο Συνώνυμα
Δηλητήριο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- δηλητήριο.
- έχθρα, θα άρρωστος, παρά, κακεντρέχεια, εμπάθειας, κακία, μίσος, αγριότητα, εκδικητικότητα, χολή, εχθρότητα, οργή, σπλήνα.
- όλεθρος, ιός, σήψη, κατάρα, καρκίνος, κακοήθεια, αποσύνθεση, πανούκλα, λοίμωξη, μιάσματος.
- τοξίνη, δηλητήριο, όλεθρος.
Δηλητήριο Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- μολύνει, μολύνουν, envenom, διεφθαρμένη, διαφθείρουν, ρυπαίνουν, καταστρέψει, διαφθείρω, διαβρώνουν, υπονομεύουν, ανατροπή, διεστραμμένος, φθείρει.