Δέσμια Συνώνυμα


Δέσμια Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αβοήθητοι, με αναπηρίες, ανάπηρος, συγκεκριμένος ανίκανος, παράλυτος, hors de μάχης, αφοπλισμένο, hogtied, προβληματισμένος.
Δέσμια Συνώνυμο συνδέσεις: ανάπηρος,