ανάπηρος Συνώνυμα


Ανάπηρος Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ακρωτηριάζουν, κουτσός, παραλύσει, mangle, τραυματίζουν, πληγή, απενεργοποιήσετε, πληγώνουν, σακατεύω, αμανάτι, ακρωτηριάσουν.
  • βλάψουν, απενεργοποιήσετε, αποδυναμώσει, παραλύσει, καταστρέψει, βλάψει, enfeeble, πληγή, εξουδετέρωση, αποδυνάμωσης.
ανάπηρος Συνώνυμο συνδέσεις: ακρωτηριάζουν, παραλύσει, πληγή, απενεργοποιήσετε, πληγώνουν, σακατεύω, αμανάτι, ακρωτηριάσουν, βλάψουν, απενεργοποιήσετε, αποδυναμώσει, παραλύσει, καταστρέψει, enfeeble, πληγή, εξουδετέρωση,

ανάπηρος Αντώνυμα