Γορία Συνώνυμα


Γορία Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αιματηρή, αιματοκυλισμένη, αιματηρός, ensanguined.
Γορία Συνώνυμο συνδέσεις: αιματηρή, αιματηρός,