Βικτοριανό Συνώνυμα


Βικτοριανό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • σωστή, σεμνότυφος, περιποιημένος, πουριτανική, βουλωμένη, συμβατικά, αυτάρεσκος, φαρισαϊκή, αυτάρεσκο, υποκριτική, σκαιός, ανελεύθερα, δυσανεξία, priggish, στενό, φανατικός, pietistic, φαρισαίους, επαρχιακό, νησιωτικό.
Βικτοριανό Συνώνυμο συνδέσεις: σωστή, σεμνότυφος, πουριτανική, βουλωμένη, αυτάρεσκος, φαρισαϊκή, αυτάρεσκο, υποκριτική, σκαιός, δυσανεξία, priggish, φανατικός, επαρχιακό,

Βικτοριανό Αντώνυμα