Ασήμαντος Συνώνυμα


Ασήμαντος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τα ξένα, εξωγενείς, εξωτερική, περιττή, unrequired, βοηθητικά, βοηθητικές, οριακό, εφάπτεται, συμπληρωματική, επιπλέον, πλεόνασμα, υπερβολική και περιττή, αναλώσιμα, de trop.
Ασήμαντος Συνώνυμο συνδέσεις: εξωγενείς, περιττή, βοηθητικές, εφάπτεται, συμπληρωματική, επιπλέον,

Ασήμαντος Αντώνυμα