Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Αποθάρρυνε Καθενός Συνώνυμα: αποθαρρύνει, dispirit, βρέξτε, απογοητεύσει, δυσαρεστήσει, deject, τρομάζω, αποτροπή, στενοχωρώ, παύλα, αγελάδα, φλερτ, συμπιέσει, σας appall, indispose, disincline.
  • Αποθαρρύνονται Συνώνυμα: αποθαρρυμένος.
  • Αποθαρρύνουν Συνώνυμα: αποθάρρυνε καθενός, dispirit, deject, να ρίχνει κάτω, συμπίεση, απογοήτευση, να αμβλύνουν, να unnerve, τρομάζω.βρέξτε, cool,...
  • Αποθάρρυνση Συνώνυμα: απογοητευτικό, θλιβερές, εξαντλητικές, απογοητευτικό, απογοητευτική, καταθλιπτικό, ανησυχητική, τρομακτικό,...
  • Αποθάρρυνσης Συνώνυμα: απελπισία.
  • Αποθαρρύνω Συνώνυμα: υπονομεύουν, αποθαρρύνει, αποθάρρυνε καθενός, dispirit, unnerve, αποδυναμώσει, ζαλίζω, εξουδετέρωση, enfeeble, devitalize, ακρωτηριάσουν, κούνημα, sap, psych.disconcert.
  • Απόθεμα Συνώνυμα: εμπορευμάτων, προϊόντα, εμπορεύματα, απογραφή, γραμμή.προμήθεια, φόρτωση, συμπληρώστε, προσκομίσει,...
  • Αποθεμάτων Συνώνυμα: απόθεμα.αποθήκευση, απόθεμα, συσσωρεύουν, συσσωρεύονται, αποθήκευση, συσσωρεύουν, αποθεματικό, παραμερίζουν, διάστρωση, θέσει, βρισκόταν από, συλλέγουν, συγκεντρώσει, συσσωρεύονται.
  • Αποθετήριο Συνώνυμα: θεματοφύλακα, ντουλάπα, ντουλάπι, bin, catchall, αποθήκη, αποθήκη, armoire, συρτάρι, δοχείο, δοχείο, φύλαξης (vault),...
  • Αποθεώνουν Συνώνυμα: δοξάζουν, εξυψώνουν, apotheosize, εξάρω, ennoble, ανυψώσει, τιμώ, θεμελίωση, μακαρίζω, αγιάσει.λατρεία, adore, προσκυνήσουν, ειδωλοποιώ, τιμώ, τιμήν, γιορτάζουν.
  • Αποθέωση Συνώνυμα: θεοποίηση, δοξολογία, εξύψωση, καθιέρωση, ενθρόνιση, immortalization, ανύψωση, ιδανικό, ουσία, εξήγηση μέσω παραδείγματος, paragon, πεμπτουσία, ενσάρκωση.
  • Αποθηκάριος Συνώνυμα: φαρμακοπώλη, φαρμακοποιός, pharmaceutist, χημικός
  • Αποθήκευση Συνώνυμα: εξοικονόμηση, αποθησαύριση, αποθήκευση, φύλαξη, τήρηση, συλλογή, εναποθήκευση, συσσώρευση, αποθήκευση.
  • Αποθηκευτή Συνώνυμα: καταστηματάρχης.
  • Αποθήκη Συνώνυμα: αποθήκη.αποθήκη, κατάστημα, αποθήκη, αποθηκευτικούς, θεματοφύλακα, αποθήκη, αποθήκη, θόλο, σοφίτα,...
  • Αποικία Συνώνυμα: συστάδα, σώμα, σμήνος, σμήνος, μπάντα, ομάδα, σύνολο, κλίκα.κοινότητα, κοινωνία, φυλάκιο, οικισμός.
  • Αποικίζουν Συνώνυμα: εγκατασταθούν.
  • Άποικος Συνώνυμα: αποικιοκράτη, κάτοικος αποικίας, άποικος, μεταναστών, απόδημος, πρωτοπόρος, ζων εις τα σύνορα, καταπατητής, outlander, αλλοδαπός, εισβολέα.
  • Αποκαλύπτει Συνώνυμα: εκθέσει, αποκαλύπτω, κάνουν σήμερα τα αποκαλυπτήρια, καθορίζουν ανοίξτε, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, προδώσει, γεννούν γυμνά, ξεδιπλώνω, αναίρεση, uncurtain, εμφανίζονται.
  • Αποκαλυπτικά Συνώνυμα: προδίδει, αποκαλυπτική, ενημερωτική, φλύαρος, ενδεικτικό, υποδηλώνουν, σημαντική, συμπτωματική, ουσιαστική, εμβληματική.
  • Αποκαλυπτική Συνώνυμα: προφητικό, αινιγματικός, αποκάλυψε, μυστηριώδης, farseeing, προφητικοί.
  • Αποκαλύπτουν Συνώνυμα: αποκαλύψει, αποκαλύψει, γνωστοποιήσουν, δηλώνουν, πείτε, ανακοινώσει, επικοινωνούν, δημοσιεύουν, ομολογώ,...
  • Αποκαλύψει Συνώνυμα: αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, δείχνουν, πείτε, γνωστοποιήσουν, επικοινωνούν, μεταδώσει, ενημερώνει, εξηγήσει,...
  • Αποκάλυψη Συνώνυμα: ανακοίνωση, δήλωση, αναγνώριση, εισαγωγή, ανακάλυψη, αποκάλυψη, αποκάλυψη, έκθεση, διαρροή.αποκάλυψη, μάτι-ανοιχτήρι, εκθέτουν, ειδήσεις, έκπληξη, σοκ, έκθεση, σοκάρει, βόμβα.
  • Αποκαλύψω Συνώνυμα: προσποιούμαστε, πρεσβεύουν, προσποιούμαι, προσομοίωση, υποκρίνομαι, εκ, επηρεάζουν, υποθέσουμε, πλαστά, πλασματική, υπαινίσσομαι, οικεία.
  • Αποκαρδιωθούν Συνώνυμα: αποθαρρυμένος.
  • Αποκαρδιωμένος Συνώνυμα: κατάθλιψη, οικτρά, αποθαρρυμένος, αποθαρρύνονται, απελπιστική, απεγνωσμένη, μελαγχολία, heavyhearted, απελπισμένος, downhearted, χαμηλωμένα, brooding, λυπημένος, κάτω, μπλε.
  • Αποκατάσταση Συνώνυμα: επισκευή, ανανέωση, ρετουσάρισμα, αναδιαμορφώστε, refashion, ανοικοδόμηση, αναδιοργανώσουμε, ανανεώστε,...
  • Αποκατάσταση Της Ειρήνης Συνώνυμα: διαμεσολάβηση.
  • Αποκεφαλίζω Συνώνυμα: αποκεφαλίσει.
  • Αποκεφαλίσει Συνώνυμα: αποκεφαλίζω, λαιμητόμος, εκτελέσει, decollate.
  • Αποκηρύξει Συνώνυμα: αποκηρύξει, αποκηρύξει, αποκηρύξει, αποποιούνται, αρνούνται, εμνησθη, απόρριψη.σαλπάρουμε, αποκηρύξει,...
  • Αποκηρύξουν Συνώνυμα: αποσύρει, πάρει πίσω, αποκηρύξει, ανακαλέσει, να υποχωρούν από, αποκηρύξει, ανακαλέσει, επιορκώ, αποκηρύξει,...
  • Αποκλείει Συνώνυμα: πρόληψη, εμποδίζω, προλάβει αναστέλλουν, πρόβλεψη, ανακτήσεως, ελέγξτε, foil, κεφάλι, nip στον οφθαλμό, αντίκειται στην, τομής, αποτροπή, παρακωλύω αποτρέψει.
  • Αποκλείσει Συνώνυμα: εξάλειψη, αποκλείουν, αντίκειται, απορρίψει, απαγόρευση, αφήσει έξω, απορρίψει, κομμένες, ειδικών φόρων,...
  •