Επιτρέψει Αντώνυμα


Επιτρέψει Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • αρνούνται, παρακρατήσει, απαγόρευση, αποδοκιμάζουν, αντικειμένου να.

Επιτρέψει Συνώνυμα