σφύζουν Συνώνυμα


Σφύζουν Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • παλμούς, τρόμο, αίσθημα παλμών, παροξυσμό, σπασμός, μαχαιριά, heartthrob, κύμα, ώθηση, συγκίνηση.

Σφύζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • τον κυμαίνεται, palpitate, ταλαντώνονται, νικήσει, δονείται, σηκώνω, κούνημα, quaver, τρέμουν, πτερυγισμού.
σφύζουν Συνώνυμο συνδέσεις: παλμούς, τρόμο, παροξυσμό, μαχαιριά, κύμα, ώθηση, συγκίνηση, τον κυμαίνεται, palpitate, νικήσει, δονείται, σηκώνω, κούνημα, τρέμουν,