σηκώνω Συνώνυμα


Σηκώνω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αίσθημα βάρους, βάρος, weightiness, poundage, avoirdupois, μάζα, μαζικότητα, ογκώδες.
  • άρει, σήκωσε, πίσσα, σφεντόνα.

Σηκώνω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εμετό, ρεύομαι, αναμασούν, τσοκ, εμώ, keck.
  • σήκωσε, ανελκυστήρα, αυξήσει, να ρίξει, ρίψιμο, σηκώνω, να ρίχνει, σφεντόνα.
σηκώνω Συνώνυμο συνδέσεις: βάρος, σφεντόνα, εμετό, ρεύομαι, αναμασούν, τσοκ, αυξήσει, σηκώνω, σφεντόνα,

σηκώνω Αντώνυμα