στασιαστική Συνώνυμα


Στασιαστική Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανταρσία, εξέγερση, επανάσταση, ανυπακοή, περιφρόνηση, ανομία, ανατροπή, προδοσία, απιστία.
στασιαστική Συνώνυμο συνδέσεις: ανταρσία, εξέγερση, επανάσταση, περιφρόνηση, ανατροπή, προδοσία, απιστία,

στασιαστική Αντώνυμα