ανατροπή Συνώνυμα


Ανατροπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αναστατωμένος, μετατόπιση, ανατροπή, θρίαμβος, νίκη, γνώση, πραξικόπημα, έξωση, επανάσταση.
  • ανατροπή, αναστατωμένος, αντιστροφή, πτώση, καταστροφή, κατεδάφισης, απόβλητα.

Ανατροπή Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αναστατωμένος, ανατροπή, σωριάζεται, άκρη, ανατρέπεται, πλεονάζον, ανάκαμψη, γίνει χελώνα, ρολό, αντιστροφή.
  • αναστατωμένος, γκρεμίζω, ρίξει πάνω από εκτοπίσει, ανατροπή, τοποθετώ όρθιο, στεγνωτήρια.
  • ανατροπής, αναστατωμένος, ρίξει πάνω από, εκτοπίσει, χτυπήσει πάνω, γκρεμίζω, τοποθετώ όρθιο.
  • ήττα, ανατροπή, καταστρέψει, master, καταβάλλω, ξεπερνούν, υπερισχύει, καλύτερα, ξεπεράσει, αποδεικνύονται, καθαιρέσουν, ανέτρεψε, εκδιώξουν.
  • ήττα, καθαιρέσουν, εκδιώξουν, να νικήσει, ξεπεραστούν, master, να αναλάβει, να ανέτρεψε, εξουδετερώσει.
ανατροπή Συνώνυμο συνδέσεις: ανατροπή, νίκη, γνώση, επανάσταση, ανατροπή, αντιστροφή, πτώση, καταστροφή, ανατροπή, σωριάζεται, άκρη, ανάκαμψη, αντιστροφή, ανατροπή, στεγνωτήρια, εκτοπίσει, ήττα, ανατροπή, καταστρέψει, master, καταβάλλω, ξεπεράσει, καθαιρέσουν, ανέτρεψε, ήττα, καθαιρέσουν, ξεπεραστούν, master, εξουδετερώσει,