πρόστυμμα Συνώνυμα


Πρόστυμμα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δάγκωμα, κοπή, σαρκαστικός, τσούξιμο, οξύ, οξύς, δύστροπος, καυστική, πικάντικο, αποφασιστικά, πικρή, περιφρονητική, δηλητηριώδη.
πρόστυμμα Συνώνυμο συνδέσεις: κοπή, σαρκαστικός, δύστροπος, καυστική, πικάντικο, αποφασιστικά, περιφρονητική, δηλητηριώδη,

πρόστυμμα Αντώνυμα