αποφασιστικά Συνώνυμα


Αποφασιστικά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • οξεία, διαπερνώντας, διάτρηση, απότομη, έντονο, σαφή, καυστικό, δάγκωμα, σοβαρή, διακριτή, άμεση, αποφασιστική, έντονη, τολμηρή.
αποφασιστικά Συνώνυμο συνδέσεις: οξεία, διάτρηση, απότομη, καυστικό, σοβαρή, αποφασιστική, έντονη, τολμηρή,

αποφασιστικά Αντώνυμα