προθυμία Συνώνυμα


Προθυμία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ζήλο.
  • προθυμία, ενθουσιασμό, ζήλο, ετοιμότητα, εγκαρδιότητα, θέρμη, νοστιμιά.
  • ταχύτητα, ετοιμότητα, αποστολής, αμεσότητα, αναπάντεχο.
προθυμία Συνώνυμο συνδέσεις: ζήλο, προθυμία, ζήλο, ετοιμότητα, εγκαρδιότητα, θέρμη, ταχύτητα, ετοιμότητα, αμεσότητα,

προθυμία Αντώνυμα