πεύκο Συνώνυμα


Πεύκο Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποδυναμώσει, μαραζώνουν, κρέμασμα, λιγοστεύουν, μαραίνονται, σημαία, αιχμής, απόβλητα, μειώνει, μειώνεται, αρρωσταίνω, νεροχύτη, αποσύνθεση.
πεύκο Συνώνυμο συνδέσεις: αποδυναμώσει, μαραζώνουν, λιγοστεύουν, μαραίνονται, σημαία, αιχμής, αρρωσταίνω, νεροχύτη,

πεύκο Αντώνυμα