μαραζώνουν Συνώνυμα


Μαραζώνουν Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποδυνάμωση, εξασθένηση της, λιώνει, γέρνοντας, κρεμώντας, αποκρουστικό, βουλιάζει, μαρασμό, μαρασμός, μειωμένος, κουραστικό.
μαραζώνουν Συνώνυμο συνδέσεις: αποκρουστικό, μαρασμό, κουραστικό,

μαραζώνουν Αντώνυμα