πενιχρά Συνώνυμα


Πενιχρά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ελάχιστη, λιγοστά, ανεπαρκής, ελλιπής, αραιή, πενιχρή, τσιγγούνης, διάσπαρτα, exiguous, λίγο, μικρή, συμβολική.
πενιχρά Συνώνυμο συνδέσεις: ελάχιστη, λιγοστά, ανεπαρκής, αραιή, τσιγγούνης, exiguous, λίγο, μικρή,

πενιχρά Αντώνυμα