πήζει Συνώνυμα


Πήζει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • πήξει, στερεοποιηθεί, ζελέ, παγώσει, αποτελούν, πυκνώσει, σκληρύνει, που, παγώνω, συμπυκνώνονται, μάζα, gelatinize, inspissate.
πήζει Συνώνυμο συνδέσεις: στερεοποιηθεί, ζελέ, παγώσει, αποτελούν, σκληρύνει, που, συμπυκνώνονται,

πήζει Αντώνυμα