νωχελικός Συνώνυμα


Νωχελικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανενεργό, αδρανή, υποτονική, αποχαυνωτικά, αδιάφορος, ανέμελη, επιδεικνύουν οκνηρία, αδρανής, τεμπέλης.
νωχελικός Συνώνυμο συνδέσεις: ανενεργό, αδρανή, αποχαυνωτικά, αδιάφορος, επιδεικνύουν οκνηρία, τεμπέλης,

νωχελικός Αντώνυμα