ανενεργό Συνώνυμα


Ανενεργό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ακίνητος, αδρανή, εν στάσει, εκτός λειτουργίας, στάσιμη, ήρεμο, αδράνεια, αδρανής, αποχαυνωτικά, παθητική, αναβλητικότητα.
ανενεργό Συνώνυμο συνδέσεις: ακίνητος, αδρανή, εκτός λειτουργίας, στάσιμη, ήρεμο, αδράνεια, αποχαυνωτικά, παθητική, αναβλητικότητα,

ανενεργό Αντώνυμα