μαριονέτα Συνώνυμα


Μαριονέτα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μαριονέτα.
  • ομοίωμα, μαριονέτα, ξόανο, μέτωπο, εργαλείο, επιστόμιο, πιόνι, cat's-paw, μέσο, σκλάβος, υπηρέτης, πράκτορας.
μαριονέτα Συνώνυμο συνδέσεις: μαριονέτα, ομοίωμα, μαριονέτα, ξόανο, εργαλείο, επιστόμιο, πιόνι, μέσο, σκλάβος, υπηρέτης,

μαριονέτα Αντώνυμα