μάζες Συνώνυμα


Μάζες Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άνθρωποι, πληθυσμός, πλήθος, commonalty, λαϊκή, κοινή λαϊκή, κατώτερες τάξεις, προλεταριάτο, όχλος, κιν, λαουτζίκος, plebeians.
μάζες Συνώνυμο συνδέσεις: πλήθος, commonalty, λαϊκή, όχλος, λαουτζίκος,

μάζες Αντώνυμα