λεπτολογούσε Συνώνυμα


Λεπτολογούσε Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • υπεκφεύγω, ραμφίζουν, πάρει, κυπρίνος, μειώσω, nitpick, υποστροφή, γκρινιάζουν, αντικείμενο, διαμαρτύρονται, ενετόπισε, δυσφημεί, δυσφήμιση.
λεπτολογούσε Συνώνυμο συνδέσεις: υπεκφεύγω, κυπρίνος, υποστροφή, γκρινιάζουν, διαμαρτύρονται, δυσφήμιση,