κορυφώθηκε Συνώνυμα


Κορυφώθηκε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • wan, καταβεβλημένος, κάτισχνο, αναιμική, τσιμπημένο, εξουθένωση, ζαρωμένα, ρυτιδωμένος, αδυνατισμένος, υποσιτίζονται, αποδυναμωμένη, μαραζώνουν, αδύναμη, ασθενικά, αδύναμοι.
κορυφώθηκε Συνώνυμο συνδέσεις: wan, καταβεβλημένος, αναιμική, μαραζώνουν, αδύναμη, ασθενικά, αδύναμοι,

κορυφώθηκε Αντώνυμα