κολλάει Συνώνυμα


Κολλάει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εκτέλεση, lynch, απαγχονίζω, gibbet, κολλάει γύρω χαζεύω, dally, πισώδη, αργοπορώ, συχνές, στοιχειώνουν, αιωρείται, μείνετε, προσκολλώνται σε, ακολουθώ κατά πόδας.
  • καθυστερήσουν, να κολλήσει, καθυστέρηση, αποτελματώνουν, εμποδίζουν, φέρει να σταματήσει, να σταματήσει, επιβραδύνει, να επιβραδύνω, ακινητοποιηθεί.
  • κουνιέμαι, αναστείλει, αιωρείται, sag, κρέμασμα, κρέμαμαι, lop, εξαρτώνται, έργου, drape, swing, πτώση, σφεντόνα.
κολλάει Συνώνυμο συνδέσεις: εκτέλεση, dally, αργοπορώ, καθυστέρηση, εμποδίζουν, κουνιέμαι, αναστείλει, sag, lop, swing, πτώση, σφεντόνα,

κολλάει Αντώνυμα