αναστείλει Συνώνυμα


Αναστείλει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διακόψει, καθυστέρηση, αναβάλει, σπάσει, αναβολή, αναβληθεί, αναβάλλω.
  • κολλήσει, εξαρτώνται, κουνιέμαι, swing.
  • μπαρ, εξορίσει, αποκλείει, απαγόρευση, εξορία, δύναμη έξω, να απορρίψει.
αναστείλει Συνώνυμο συνδέσεις: διακόψει, καθυστέρηση, αναβάλει, σπάσει, αναβολή, αναβληθεί, κολλήσει, κουνιέμαι, swing, μπαρ, εξορίσει, αποκλείει, απαγόρευση,

αναστείλει Αντώνυμα