κλίνει Συνώνυμα


Κλίνει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κλίση, τάση, διάθεση, ροπή, προκατάληψη, proneness, σύνολο, επάρκειας, άπαχο.
κλίνει Συνώνυμο συνδέσεις: κλίση, τάση, διάθεση, ροπή, προκατάληψη, σύνολο, επάρκειας, άπαχο,