καταστρέφω Συνώνυμα


Καταστρέφω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • μά, παραμορφώνουν, ακρωτηριάζουν, παραμορφώνεται, βλάβη, μηδέν, χαλάσει, του εδάφους, σήμα, ουλή, κηλίδα, καταστροφή, de facto πραγματική.
καταστρέφω Συνώνυμο συνδέσεις: παραμορφώνουν, ακρωτηριάζουν, παραμορφώνεται, βλάβη, μηδέν, χαλάσει, σήμα, ουλή, κηλίδα, καταστροφή,