ακρωτηριάζουν Συνώνυμα


Ακρωτηριάζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ακρωτηριάζουν, mangle, πληγή, τραυματίζουν, βλάπτει, δάκρυ, ενοικιαζομένων, πληγώνουν, διαμελίσουμε, ακρωτηριάσουν, κουτσός, απενεργοποιήσετε, σακατεύω, εξουδετέρωση.
  • ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάσουν, ευνουχίσει, να mangle, διαμελίσουμε, παραμορφώνουν, να καθηλώσει, να κουτσός, παραμορφώνεται.
  • χαλάσει, μπάλωμα, βλάβη, βλάψουν, καταστρέψει, devitalize, κατεδαφίσει, περικόψτε, χαράξει, κρεοπώλη, ναυάγιο, κάνει κιμά των.
ακρωτηριάζουν Συνώνυμο συνδέσεις: ακρωτηριάζουν, πληγή, βλάπτει, δάκρυ, ενοικιαζομένων, πληγώνουν, ακρωτηριάσουν, απενεργοποιήσετε, σακατεύω, εξουδετέρωση, ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάσουν, ευνουχίσει, παραμορφώνουν, παραμορφώνεται, χαλάσει, μπάλωμα, βλάβη, βλάψουν, καταστρέψει, devitalize, κατεδαφίσει, περικόψτε, ναυάγιο,