καταρρίπτω Συνώνυμα


Καταρρίπτω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • έπεσε, ανατροπή, αναστατωμένος, πτώση, χτυπήσει πάνω, κομμένα, πάτωμα, τραβήξτε προς τα κάτω, επίπεδο, ισοπεδώνω, φέρει στο προσκήνιο προϊόντα.
καταρρίπτω Συνώνυμο συνδέσεις: έπεσε, ανατροπή, πτώση, ισοπεδώνω,