καταρράκτη Συνώνυμα


Καταρράκτη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταρράκτης, πτώσεις, ορμητικά σημεία ποταμού, αλεξίπτωτο, σουτ, τόπο πότισμα, θέρετρο.
καταρράκτη Συνώνυμο συνδέσεις: καταρράκτης, αλεξίπτωτο, θέρετρο,