κανονικά Συνώνυμα


Κανονικά Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • συνήθως, ως επί το πλείστον, γενικά, τη συνήθη διαμονή, κατά κανόνα, και εν γένει, τακτικά, συμβατικά, κανονικά.
κανονικά Συνώνυμο συνδέσεις: συνήθως, ως επί το πλείστον, γενικά, κανονικά,

κανονικά Αντώνυμα