ζαρωμένο Συνώνυμα


Ζαρωμένο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • συρρικνωμένο, μαραμένα, μαραμένος, συρρικνωμένη, χαμένη, στερέψει, κατέρρευσε, σάπιοι, τσαλακωμένο.
ζαρωμένο Συνώνυμο συνδέσεις: συρρικνωμένο, μαραμένος,

ζαρωμένο Αντώνυμα