ευνουχίσει Συνώνυμα


Ευνουχίσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • devitalize, αποδυναμώσει, δε, να εξουδετέρωση, εξεντερίζω, unman, να απενεργοποιήσετε, να debilitate, enfeeble.
  • spay, unsex.
  • κάνοντας, δε, eunuchize, unsex, unman, caponize.
ευνουχίσει Συνώνυμο συνδέσεις: devitalize, αποδυναμώσει, δε, unman, enfeeble, κάνοντας, δε, unman,