κάνοντας Συνώνυμα


Κάνοντας Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κατασκευή, παραγωγή, σχηματισμό, σύνθεση, κτίριο, την εκτέλεση, η ανέγερση, η δημιουργία, η προετοιμασία, που αποτελούν.
κάνοντας Συνώνυμο συνδέσεις: κατασκευή, παραγωγή, σχηματισμό, σύνθεση, κτίριο,