επουσιώδες Συνώνυμα


Επουσιώδες Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • περιττή, πλεόνασμα, περιττό, επιπλέον, ανταλλακτικά, υπερβολική, περιττός, επουσιώδης, unrequired, απρεπής, υπεράριθμος, από υπερβάλλων ζήλο, de trop.

Επουσιώδες Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πλεονασμός, επιπλέον, υπέρβαση, πολυτέλεια, υπερβολή, νάζια, στολίδι, supererogation, unessential.
επουσιώδες Συνώνυμο συνδέσεις: περιττή, περιττό, επιπλέον, ανταλλακτικά, περιττός, απρεπής, υπεράριθμος, από υπερβάλλων ζήλο, επιπλέον, υπέρβαση, πολυτέλεια, υπερβολή, νάζια, στολίδι, unessential,

επουσιώδες Αντώνυμα