επεισοδιακή Συνώνυμα


Επεισοδιακή Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • σποραδικές, διαλείπουσα, φλύαρες, αποσπασματικά, φθίνουσα, άσκοπος, αποσυνδεθεί, ακανόνιστο, παρενθετική, interpolative, αποδιοργανωμένη, ανεπίσημα.
επεισοδιακή Συνώνυμο συνδέσεις: σποραδικές, φλύαρες, αποσπασματικά, φθίνουσα, άσκοπος, αποσυνδεθεί,