άσκοπος Συνώνυμα


Άσκοπος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άσκοπες, άσκοπο, ένας, δύστροπος, αόριστες, μη κατευθυνόμενων, unguided, δόλιον, αδέσποτα, ακανόνιστη, επιπόλαιες, απρόβλεπτη, τυχαία, ευκαιρία.
άσκοπος Συνώνυμο συνδέσεις: άσκοπες, άσκοπο, δύστροπος, αόριστες, αδέσποτα, ακανόνιστη, επιπόλαιες, απρόβλεπτη, τυχαία, ευκαιρία,

άσκοπος Αντώνυμα