ενωμένα Συνώνυμα


Ενωμένα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • που σχετίζονται, ενωμένα, συνδεδεμένο, ενωμένη, συνδυασμένη, συνημμένο, αμοιβαία, κοινή, εταιρική, συγκεντρωτικά, αδιαίρετα.
ενωμένα Συνώνυμο συνδέσεις: ενωμένα, αμοιβαία, εταιρική,

ενωμένα Αντώνυμα