ενδιάμεσα Συνώνυμα


Ενδιάμεσα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μεσολάβησε, ενδιάμεσο, παρεμβαλλόμενα, παρεμβολή, μεσαία, στα μισά του δρόμου, διάμεσος, έσω, μέσο, μεταβατική.
ενδιάμεσα Συνώνυμο συνδέσεις: παρεμβολή, έσω, μέσο, μεταβατική,