διαβεβαιώσω Συνώνυμα


Διαβεβαιώσω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • δημιουργία, καθορίζουν, επιβεβαιώνουν, επαλήθευση, διαπιστωθεί, μάθετε, εξασφαλίζουν.
  • πείσει, καθησυχάσει, πιστοποιεί, επιβεβαιώνουν, βεβαιώνουν, εξασφαλίζουν, ορκίζονται, υπόσχεση, υπόσχονται, εγγύηση, εγγυηθώ, δώσει κάποιου λέξη.
διαβεβαιώσω Συνώνυμο συνδέσεις: δημιουργία, επιβεβαιώνουν, επαλήθευση, μάθετε, πείσει, καθησυχάσει, επιβεβαιώνουν, βεβαιώνουν, υπόσχεση, εγγύηση,

διαβεβαιώσω Αντώνυμα