διαβεβαιώσω Αντώνυμα


Διαβεβαιώσω Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • διαψεύδουν, εγείρει αμφιβολίες, να εξετάσει, να αντικρούσει.

διαβεβαιώσω Συνώνυμα