γυαλίζω Συνώνυμα


Γυαλίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • πολωνικά, λάμψει, γυαλιστερό, φωτίζει, λάμψη, furbish, γάνωμα, στιλβωμένος, τρίψτε, κερί.
γυαλίζω Συνώνυμο συνδέσεις: γυαλιστερό, φωτίζει, λάμψη, furbish, τρίψτε,