φωτίζει Συνώνυμα


Φωτίζει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ανάβει, φωτίσει, φώτα της δημοσιότητας, emblaze, φωτίζει, ακτινοβοληθει.
  • διαφωτίσει, να διαφωτίσει, διευκρινίσει, να αποκαλύψει, εξηγήσει, απεικονίζω, να αποδείξει, να αναθέσει, εποικοδομώ.
φωτίζει Συνώνυμο συνδέσεις: φωτίσει, φωτίζει, διαφωτίσει, διευκρινίσει, εξηγήσει, εποικοδομώ,

φωτίζει Αντώνυμα